ἰσχιαδικός

ἰσχιαδικός
ἰσχῐ-ᾰδικός, ή, όν, ([etym.] ἰσχίον)
A of the hips,

φθίσις Hp.Coac.140

.
II of persons, subject to sciatica, Dsc.1.30.6, Gal.13.986.
III good for sciatica,

ἐπίπλασμα Dsc.2.174

(as v.l.), cf. Gal.l.c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισχιαδικός — ή, ό (Α ἰσχιαδικός, ή, όν) [ισχιάς] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία 2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία τής ισχιαλγίας …   Dictionary of Greek

  • ἰσχιαδικά — ἰσχιαδικός of the hips neut nom/voc/acc pl ἰσχιαδικά̱ , ἰσχιαδικός of the hips fem nom/voc/acc dual ἰσχιαδικά̱ , ἰσχιαδικός of the hips fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικῶν — ἰσχιαδικός of the hips fem gen pl ἰσχιαδικός of the hips masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικόν — ἰσχιαδικός of the hips masc acc sg ἰσχιαδικός of the hips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικοῖς — ἰσχιαδικός of the hips masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικοί — ἰσχιαδικός of the hips masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικοῦ — ἰσχιαδικός of the hips masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικούς — ἰσχιαδικός of the hips masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδική — ἰσχιαδικός of the hips fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχιαδικήν — ἰσχιαδικός of the hips fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”